Καθώς ξημέρωνε στην Ζώνη Άνεσης, ο Κανένας σηκώθηκε από το κρεβάτι του, πλύθηκε, έκανε καφέ και βγήκε στο μπαλκόνι. Μύρισε την πρωινή δροσιά, τεντώθηκε και ήπιε λίγο από τον καφέ του. Αυτή ήταν η καθημερινή του ρουτίνα. Σήμερα όμως κάτι ήταν διαφορετικό. Το προηγούμενο βράδυ είχε αποφασίσει τι ήθελε να κάνει και πως έπρεπε να το κάνει. Είχε, πλέον, ένα σχέδιο. Και ήταν χαρούμενος. Η ζωή λοιπόν ήταν ωραία σήμερα. Θα ήταν μια καινούρια αρχή. Θα έφτιαχνε ένα γεφύρι για να φτάσει στον αληθινό πόθο της ζωής του. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Έπρεπε να το φτιάξει. Κατάλαβε ότι ανάμεσα σ’ αυτόν και στον πόθο του υπήρχαν ένα κάρο περισπασμοί και συνήθειες και έπρεπε να τους παρακάμψει. Θα έφτιαχνε ένα γεφύρι που θα ένωνε το χωριό του με τον Έξω Κόσμο, εκεί δηλαδή που βρισκόταν ο πόθος του.
Οι χωριανοί έτρεξαν να τον βοηθήσουν, όταν είδαν να κουβαλάει μεζούρες, σχέδια, εργαλεία. «Καλοί άνθρωποι», σκέφτηκε. Το χωριό του ήταν ωραίος τόπος με καλούς ανθρώπους. Πάντα πρόθυμοι να βοηθήσουν. Όταν τον ρώτησαν τι ήθελε να κάνει και κουβαλούσε όλα αυτά παραξενεύτηκαν. Δεν κατάλαβαν γιατί κάποιος ήθελε να φύγει από το χωριό και για ποιον ακριβώς λόγο θα πρεπε να χτίσει μια γέφυρα. Το χωριό ήταν πανέμορφο, ήσυχο και ασφαλές. Προθυμοποιήθηκαν όμως να βοηθήσουν έτσι κι αλλιώς. «Καλοί άνθρωποι», ξανασκέφτηκε ο Κανένας. Κι αφού τους εμπιστευόταν τους έδωσε να δουν τα σχέδιά του, τους άφησε να εξετάσουν τα εργαλεία του, μέχρι και την γνώμη τους ζήτησε.
Οι χωριανοί όμως δεν γνώριζαν από γέφυρες. Δεν γνώριζαν τον Έξω Κόσμο. Δεν είχαν βγει ποτέ από το χωριό τους. Ό,τι έμαθαν στην ζωή τους ήταν απλά ό,τι κληρονόμησαν από τους προηγούμενους και συνέχιζαν να το κάνουν χωρίς ποτέ να αναρωτιούνται γιατί. Ο πρόεδρος του χωριού τους είχε τρομάξει όταν τους είπε μια ιστορία για κάποιον που κάποτε έχασε τον δρόμο του μέσα στο διπλανό δάσος και δεν τον ξαναείδαν ποτέ. Α παπα, τρομερά πράγματα. Λες να τον φάγαν οι λύκοι;;; Δεν θα θελαν να το ζήσουν ποτέ κάτι τέτοιο. Κι αφού θεώρησαν καθήκον τους να προστατέψουν τον συγχωριανό τους τον Κανένα άρχισαν να μιλάνε και να του λένε την γνώμη τους. Για πράγματα τα οποία δεν γνώριζαν. Που δεν καταλάβαιναν. Που ήταν διαφορετικά από την ζωή του χωριού.
Που τους θύμιζαν ιστορίες για ανθρώπους χαμένους μέσα στα δάση.
Βρε λες να μην του άρεσε το χωριό του Κανένα και ήθελε να το αλλάξει;;
Πως είναι δυνατόν να μην αρέσει η Ζώνη Άνεσης σε κάποιον; Παράξενα πράγματα...
Και λίγο-λίγο μαζεύονταν περισσότεροι. Και έλεγαν την γνώμη τους. Και όσο περισσότερο τους άκουγε ο Κανένας τόσο μελαγχολούσε και απομακρυνόταν η σιγουριά και η ελπίδα του. Μήπως τελικά είχαν δίκιο; Μήπως τελικά δεν χρειαζόταν αυτή η γέφυρα; Μήπως αυτό που επιθυμούσε να φτάσει ήταν τελικά τόσο επικίνδυνο; Μήπως, αν συνέχιζε να προσπαθεί, το χωριό δεν τον εμπιστευόταν πλέον και τον απομόνωνε;
Ήταν απλά θέμα χρόνου να ρθουν ειδικοί για να διορθώσουν την κατάσταση. Όχι, είπαν οι ειδικοί. Δεν είναι σωστός τρόπος να χτίσεις μια γέφυρα. Υπήρχε κίνδυνος να μολυνθεί το περιβάλλον του χωριού και να διαταραχθεί η τάξη. Και ευθύς αμέσως έφτιαξαν μια επιτροπή για να αποφασίσει τι μέλλει γενέσθαι. Οι εργασίες σταμάτησαν, η γέφυρα έμεινε στην μέση, τα σχέδια του Κανένα τα πήρε το ποτάμι, οι χωριανοί έδειχναν τα ερείπια στα παιδιά τους για να τους θυμίζουν τι μπορεί να συμβεί αν ποτέ φύγουν από την ασφάλεια του χωριού. Μέσα στην αναμπουμπούλα ο Κανένας αποθαρρυμένος και απογοητευμένος έκανε στην άκρη. Γύρισε σπίτι του, μπήκε μέσα και δεν τον ξαναείδε κανείς ποτέ. Κάποιοι λένε ότι έμεινε εκεί μέσα για πάντα από την στενοχώρια της αποτυχίας του. Κάποιοι άλλοι λένε ότι το ίδιο βράδυ κιόλας, αργά μέσα στο σκοτάδι τον είδαν να δραπετεύει από το χωριό φορτωμένος με ένα σάκο. Είτε έτσι είτε αλλιώς, το χωριό συνέχισε την ρουτίνα του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Η επιτροπή ακόμα υπάρχει και προσπαθεί να αποφασίσει ποιος είναι ο σωστός τρόπος να χτιστεί μια γέφυρα.
Οι χωριανοί όμως δεν γνώριζαν από γέφυρες. Δεν γνώριζαν τον Έξω Κόσμο. Δεν είχαν βγει ποτέ από το χωριό τους. Ό,τι έμαθαν στην ζωή τους ήταν απλά ό,τι κληρονόμησαν από τους προηγούμενους και συνέχιζαν να το κάνουν χωρίς ποτέ να αναρωτιούνται γιατί. Ο πρόεδρος του χωριού τους είχε τρομάξει όταν τους είπε μια ιστορία για κάποιον που κάποτε έχασε τον δρόμο του μέσα στο διπλανό δάσος και δεν τον ξαναείδαν ποτέ. Α παπα, τρομερά πράγματα. Λες να τον φάγαν οι λύκοι;;; Δεν θα θελαν να το ζήσουν ποτέ κάτι τέτοιο. Κι αφού θεώρησαν καθήκον τους να προστατέψουν τον συγχωριανό τους τον Κανένα άρχισαν να μιλάνε και να του λένε την γνώμη τους. Για πράγματα τα οποία δεν γνώριζαν. Που δεν καταλάβαιναν. Που ήταν διαφορετικά από την ζωή του χωριού.
Που τους θύμιζαν ιστορίες για ανθρώπους χαμένους μέσα στα δάση.
Βρε λες να μην του άρεσε το χωριό του Κανένα και ήθελε να το αλλάξει;;
Πως είναι δυνατόν να μην αρέσει η Ζώνη Άνεσης σε κάποιον; Παράξενα πράγματα...
Και λίγο-λίγο μαζεύονταν περισσότεροι. Και έλεγαν την γνώμη τους. Και όσο περισσότερο τους άκουγε ο Κανένας τόσο μελαγχολούσε και απομακρυνόταν η σιγουριά και η ελπίδα του. Μήπως τελικά είχαν δίκιο; Μήπως τελικά δεν χρειαζόταν αυτή η γέφυρα; Μήπως αυτό που επιθυμούσε να φτάσει ήταν τελικά τόσο επικίνδυνο; Μήπως, αν συνέχιζε να προσπαθεί, το χωριό δεν τον εμπιστευόταν πλέον και τον απομόνωνε;
Ήταν απλά θέμα χρόνου να ρθουν ειδικοί για να διορθώσουν την κατάσταση. Όχι, είπαν οι ειδικοί. Δεν είναι σωστός τρόπος να χτίσεις μια γέφυρα. Υπήρχε κίνδυνος να μολυνθεί το περιβάλλον του χωριού και να διαταραχθεί η τάξη. Και ευθύς αμέσως έφτιαξαν μια επιτροπή για να αποφασίσει τι μέλλει γενέσθαι. Οι εργασίες σταμάτησαν, η γέφυρα έμεινε στην μέση, τα σχέδια του Κανένα τα πήρε το ποτάμι, οι χωριανοί έδειχναν τα ερείπια στα παιδιά τους για να τους θυμίζουν τι μπορεί να συμβεί αν ποτέ φύγουν από την ασφάλεια του χωριού. Μέσα στην αναμπουμπούλα ο Κανένας αποθαρρυμένος και απογοητευμένος έκανε στην άκρη. Γύρισε σπίτι του, μπήκε μέσα και δεν τον ξαναείδε κανείς ποτέ. Κάποιοι λένε ότι έμεινε εκεί μέσα για πάντα από την στενοχώρια της αποτυχίας του. Κάποιοι άλλοι λένε ότι το ίδιο βράδυ κιόλας, αργά μέσα στο σκοτάδι τον είδαν να δραπετεύει από το χωριό φορτωμένος με ένα σάκο. Είτε έτσι είτε αλλιώς, το χωριό συνέχισε την ρουτίνα του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Η επιτροπή ακόμα υπάρχει και προσπαθεί να αποφασίσει ποιος είναι ο σωστός τρόπος να χτιστεί μια γέφυρα.
Ο Κανένας δεν ενδιαφερόταν για το «πώς». Η γέφυρα ήταν απλά το μέσο. Αυτός ήθελε μόνο να βγει στον Έξω Κόσμο. Να βγει από το χωριό όπου ποτέ τίποτα δεν άλλαζε. Εκεί που όλα ήταν γνώριμα, και ασφαλή και ήσυχα. Εκεί που κανείς ποτέ δεν έμαθε τίποτα, δεν άλλαξε τίποτα. Εκεί όπου ο Φόβος φυλούσε τα έρμα και τα παιδιά άκουγαν ιστορίες αποτυχίας για να παραμένουν ήσυχα. Ελεγχόμενα. Ασφαλή. Για πάντα.