Το βράδυ που η επιτροπή συνεδρίαζε για να αποφασίσει τι θα κάνει με την γέφυρα, ο Κανένας ήταν περικυκλωμένος από τους δικούς του ανθρώπους. Φώναζαν, μάλωναν, του κουνούσαν το δάχτυλο, μετά τον καλόπιαναν. Η μάνα του από το άγχος της άρχισε να μαγειρεύει για όλο το χωριό. Ο πατέρας του έπαιρνε τηλέφωνο τον πρόεδρο του χωριού μπας και «εμφανιστεί» ξαφνικά καμμιά άδεια θέση στο γραφείο του για να «το βολέψουμε το παιδί». Η κοπέλα του έτρωγε τα νύχια της από το άγχος. Ήταν κι αυτή λίγο «γιούχου», όλη μέρα δουλειά πίσω από ένα ταμείο, όνειρό της ήταν το καινούριο iphone και να πάει διακοπές στην Μύκονο.
Εκείνος έκανε πως άκουγε αλλά είχε ήδη αποφασίσει. Μα και τέτοιο μελόδραμα δεν το περίμενε. Σκέτο μεσημεριανάδικο. Έκανε υπομονή να τελειώσουν. Τους κοίταξε όλους προσεκτικά και ήξερε πως δεν θα καταλάβαιναν ποτέ. Έκανε λοιπόν τον κινέζο, τους καθησύχασε και όταν έφυγαν όλοι ανέβηκε στο πατάρι, άνοιξε τις σημειώσεις του και διάβασε πάλι τα αποκόμματα που χε μαζέψει. Δεν χόρταινε να διαβάζει ιστορίες άλλων ανθρώπων, ανθρώπων που ξεχώρισαν. Τους ζήλευε όλους εκείνους. Άνθρωποι που πήγαν στον Έξω Κόσμο μακριά από την Ασφάλεια και την Αποδοχή και πέρασαν από ένα σωρό δυσκολίες, ένα σωρό κακουχίες και αναποδιές. Αλλά στο τέλος όλοι τα κατάφεραν. Όλοι ξεχώρισαν. Και όλοι τους έλεγαν κάτι πράγματα φοβερά, σαν εκείνα που δεν άκουγε ποτέ μέσα στην Ζώνη Άνεσης. Λόγια που τρυπούσαν το μυαλό σου και μέναν εκεί καρφωμένα για πάντα. Λόγια κερδισμένα με κόπο, ιδρώτα και αίμα. Λόγια που μόνο κάποιος αλυσοδεμένος σε κατάρτια εν μέσω φουρτούνας θα μπορούσε να ξεστομίσει. Τι φοβερή δύναμη έχουν οι λέξεις εκείνου που αντίκρυσε την φουρτούνα! Που τα έμαθε και τα ζύγισε από πρώτο χέρι. Τι δύναμη που έχει να φτιάξεις κάτι από το τίποτα!!! Δικό σου!!!!… Τρόμαζε όταν διάβαζε τι έπρεπε να περάσουν όλοι αυτοί για να φτάσουν εκεί. Το γεγονός όμως ότι τα κατάφεραν του έδινε κουράγιο. «Δεν μπορώ άλλο να χάνω τον χρόνο μου εδώ πέρα» σκέφτηκε.
Έκανε υπομονή μέχρι να νυχτώσει για τα καλά.
Έκανε υπομονή μέχρι να νυχτώσει για τα καλά.
Κοίταξε το χωριό για τελευταία φορά. Δεν τους κατηγορούσε. Δεν ήξεραν τίποτε άλλο, δεν έμαθαν τίποτε άλλο, δεν ήθελαν τίποτε άλλο. Δεν θα καταλάβαιναν ποτέ. Μόνο την Σιγουριά λάτρευαν. Ίσως και την Επιτυχία. Αλλά ποια Επιτυχία; Εκείνη που ναι έτοιμη νύφη. Λευκοντυμένη να περιμένει στα σκαλιά της εκκλησίας, έτοιμη για όρκους αιώνιας αγάπης. Κούκλα και πανέμορφη ναι, ΑΛΛΑ!!!... Ποτέ εις βάρος της αγαπημένης τους κόρης, της Σιγουριάς. Ποτέ την επιτυχία που ναι μασκαρεμένη πίσω από λάσπες και βρωμιές, που χρειάζεται φροντίδα και καθάρισμα. Το ημέρωμα της στρίγγλας δεν το θελε κανείς τους. Η πεταλούδα είναι όμορφη αλλά την κάμπια δεν την θέλει κανείς. Ας είναι...
Λίγο πριν τα χαράματα, τότε που είναι το μεγαλύτερο και πιο βαθύ σκοτάδι, άνοιξε το παράθυρο της σοφίτας. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μύρισε την γνώριμη ασφάλεια, ησυχία, ηρεμία. Πήδηξε στα κεραμίδια κι από κει στο διπλανό δέντρο, αρπάχτηκε από το αγαπημένο του κλαδί για να κάνει μια τελευταία ταρζανιά και προσγειώθηκε στο έδαφος. Σιγουρεύτηκε ότι δεν τον άκουσε κανείς και βούτηξε μέσα στο δάσος. Άρχισε να τρέχει μέσα στο σκοτάδι. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Όσο απομακρυνόταν, ο αέρας άρχισε να μυρίζει φόβο, ανασφάλεια κι ανησυχία. Ήταν πια μόνος του, αυτός κι ο Θεός. Ανατρίχιασε... Ήταν ζωντανός.
Λίγο πριν τα χαράματα, τότε που είναι το μεγαλύτερο και πιο βαθύ σκοτάδι, άνοιξε το παράθυρο της σοφίτας. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μύρισε την γνώριμη ασφάλεια, ησυχία, ηρεμία. Πήδηξε στα κεραμίδια κι από κει στο διπλανό δέντρο, αρπάχτηκε από το αγαπημένο του κλαδί για να κάνει μια τελευταία ταρζανιά και προσγειώθηκε στο έδαφος. Σιγουρεύτηκε ότι δεν τον άκουσε κανείς και βούτηξε μέσα στο δάσος. Άρχισε να τρέχει μέσα στο σκοτάδι. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Όσο απομακρυνόταν, ο αέρας άρχισε να μυρίζει φόβο, ανασφάλεια κι ανησυχία. Ήταν πια μόνος του, αυτός κι ο Θεός. Ανατρίχιασε... Ήταν ζωντανός.